- παραμύσσω
- Αχαράσσω κάτι ελαφρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀμύσσω «χαράζω, σπαράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραμύσσων — παραμύσσω scarify pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… … Dictionary of Greek